- κοτσάκι
- το (Μ κοτσάκιν)δίστιχο δημοτικό ασμάτιο, λιανοτράγουδο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίστιχος — η, ο (AM δίστιχος, ον) [στίχος] 1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον) φρ. «ελεγειακό δίστιχο» επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο… … Dictionary of Greek
κότσακος — κότσακος, ὁ (Μ) [κοτσάκιν] κοτσάκι, δίστιχο δημοτικό, λιανοτράγουδο … Dictionary of Greek